καλουμένου

καλουμένου
καλέω
call
fut part mid masc/neut gen sg (attic epic doric)
καλέω
call
pres part mp masc/neut gen sg (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • Janus Cornarius — (b. circa 1500, d. March 16, 1558) was a Saxon humanist [Carmélia Opsomer and Robert Halleux, “Marcellus ou le mythe empirique,” in Les écoles médicales à Rome. Actes du 2ème Colloque international sur les textes médicaux latins antiques,… …   Wikipedia

  • CALLA — apud Plin. l. 27. c. 8. duorum generum est: una sinnlis aro alterum genus eius quidam anchusam vecant radice rubr â etc. a Graeco κάλλη, quod homonymum. De purpureo enim colore vocem alias usurpat Hesych. Καλλιάνθη, πορφυρᾶ, lege κάλλη, ἄνθη,… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • JEHOUD vel JEOUD — a Saturno immolatus dicirur Porphyrio, ab Euseb. adducto Praepar. Evang. l. 1. Κρόνος τοίνυν, ὃν ὀε φοίνικες Ι᾿σραὴλ προσαγορεύουσι, βασιλεύων τῆς χώρας ῾φοινίκων᾿ καὶ ὕςτερον μετὰ τὴν τοῦ βίου τελευτὴν εἰς τὸν τοῦ Κρόνου ἀςτέρα καθιερωθεὶς, ἐξ… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • PHUCARUM seu PHUCARIUM — PHUCARUM, seu PHUCARIUM φούκαρον vel φουκάριον, infimae Graeciae, fucus mulierum est; a voce prisca φῦκος, quâ nonnulli algam marinam puniceam intelligunt, eamque a feminisad fucum genis indendum adhibitam esse existimant. Sed hos Dioscorides… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • QUAESTOR Sacri Palatii — sub Imperatorib. Constantionpolitanis is erat, qui petitionibus subscribebat, vel etiam responsa reddebat, et ut verbô dicam, qui leges dictabat, precesque ac responsa subnotabat, ut constat ex Notitia Imper. Roman. Sub eorum dispositione etiam… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • διατυπώνω — (AM διατυπῶ, όω) δίνω τύπο (μορφὴ) σε σκέψη, ιδέα κ.λπ., διαμορφώνω μσν. 1. σημαίνω, δείχνω, εννοώ («καθὼς ἂν αὐτοὶ διατυπώσητε») 2. κανονίζω, προετοιμάζω 3. συμβολίζω («οἱ δέκα ἀπόστολοι... τὴν ἀόρατον διετύπουν... δεκάδα») μσν. αρχ. 1.… …   Dictionary of Greek

  • ιθύφαλλος — Ομοίωμα του ανδρικού γεννητικού μορίου, που έφεραν οι θιασώτες στα Μεγάλα Διονύσια ως σύμβολο της γονιμότητας και της αναπαραγωγής και ως ευχή για τον πολλαπλασιασμό των κατοίκων της πόλης. Στη γιορτή των Θεσμοφορίων, κατά την τέλεση δημόσιων… …   Dictionary of Greek

  • κλείπους — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «κόσμος τις τοῡ καλουμένου γείσους». [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < θ. κλει (απαθής βαθμίδα τής ρίζας τού κλίνω, πρβλ. κλειτύς) + πούς (< πούς), πρβλ. αερσί πους, καμψί πους)] …   Dictionary of Greek

  • νάβλα — η (Α νάβλα και ναῡλα, ἡ, και νάβλας, ὁ) είδος ψαλτηρίου, μουσικού οργάνου φοινικικής ή, κατ άλλους, εβραϊκής προέλευσης, με δέκα ή δώδεκα χορδές («τὸ ὑδραυλικὸν τοῡτο ὄργανον τοῡ καλουμένου νάβλα, ὅv φησι Σώπατρος... Φοινίκων εἶναι καὶ τοῡτον… …   Dictionary of Greek

  • προεπιλογή — η, Ν 1. (τηλεφ.) το πρώτο στάδιο αναζήτησης τής γραμμής τού καλούμενου συνδρομητή στην αυτόματη τηλεφωνία 2. (ραδιοφ.) η πρώτη επιλογή ανάμεσα στις διάφορες εκπομπές που φθάνουν στην κεραία τού ραδιοφωνικού δέκτη …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”